ον κος

ποιο ζ-

Αιςοπινο ΟΗργιπί

ΠπΟΠΙΝΕ

ΟΡρεπ Αεοεςς οοιεηί!{Πο Πουτπα

1955Ν 2654-2366

γοαπιε 1 -- 2005 ΟΗρεῖπί

Νομπιπθ Νο: Αιγεμίνα Μομπ]ς 1, 2005

Εαίϊογ: Κ. Καἰορεγοροιίος

Βαΐα; Νοναπιρει 04, 2005

Πεθηςθα µΠαθί α 6Γθαϊῖίνθ (οπΊπιοης Αἰἰηρωἴίοη-5ΠαΓθ Αἰίκε 4.0 Ιηϊεγπαϊίοπαι [ἱεθηςθ. ΙΝΓΙΙΘΓς αἴθ ἴ6 εοργΓἰρηῖ Ποἰαεις οἱ ΤΠθίγ ννογΚκ απα Πανθ Πρῃῖ ἴο ριβΙἰςῃ ἰῖ εἰςθννησΓς νΜΙἴη αηγ {γθς οἵ Πποη-/Γ6θ Ιἰεθηςθ ἴΠ6γ ννἰςῃ.

Παραπομπή ως: Καλογερόπουλος, Κ. (2015). Προσεγγίσεις στην ελληνική γλὠσσα, Αγεβίνο, 1, σσ. 27-35. ΓΟΙ: 10.5281/2εηοάο.4522007

Προσεγγίσεις στην ελληνική γλώσσα

Λέξεις κλειδιά: Ε. ἄθ 5αιςςι/θ, Ι. ΥΝΠοεηςϊίείη, Γ. Βελούδης, Γ. Μπαμπινιώτης, Γ. Ψυχάρης, γλώσσα, Δ. Καταρτζής, εκπαίδευση, Κοραής, Λ. Τσιτσιπής, Ν. («ΠοπιςΚγ

Κ. Καλογερόπουλος Δρ. Πανεπιστηµίου Αιγαίου:

Αυσϊγαςϊ

ΙΠ τΏὶς ϱραΡ6/ ννθ ἃἴΓ6 αΠαγζίηρ ἴννο αἰ[ειεπῖ αβρΓοᾶεῃες ἴο ἴῃΠς 65ς86ηςθ απα Γμποϊϊοηα[ῖγ οἳ ἴῃθ σιθεἰκ ΙαηριᾶΡ6, Ώᾶςθα οη ἴπο ργοςθηἰαἴίοη οἳ ἴννο ςεἰθηῖϊσίς ΙΠ α «οπηίῖθίθΘηςθ ΟΠ “ΤΠ (αιθείκ ἱαηριαρε ἴη ἴῃθ ΘΠαΓΡ6Ω ΕµΓΟΡΘΑαΠ Πίο”. ΤΠ6η, ννθ αἴθ ρΓεςθηϊἰηρ ΟΙΓ ΡΘ6ΓΙςΟΠΑΙ ορἰπἰοη αροιῖ ἴπε σιθεἰ Ιαηριᾶ8ρΡ6, ογηϊηαϊίς απα αἰῃεγαηϊίαϊθα {Γοπι ἴπθ πιοαάθίη ἵοπαθησίες οἱ «ρθεἰα[ἰζαϊϊοη οἳ ηριίσίἰο «οἶθηςςθ. (θγίαίΠΙγ, πιοαάθγη ςοἰθηῖί[ίο νίθννς απά γοῇΏθοῖίοης οη ἴπαο (ἄΓθθκ Ι4ηΡβιαᾶΡθ αΓ6 «ἰρη][εαηϊΙγ ἱπῆμεπεθα ὮΡΥ Ππιᾶηγ αἰβεγθοηῖ [αοῖοίς, 5ιΕΏ ἃἂς ἴῃθ ΡΠΙΙΟ5ορΡρΏΥ οἱ ριοβρα[ἰζαϊΐοη οἱ δἱωποσεηϊγίςπη, ἴῃθ αἰῃεγεηῖ 5εῃοοἰς οἱ ἴποιρῃηϊ {οι ἴπς εοηςἰαςθΓαῖϊίοη οἵἳ Ι8ηβιαΡρθ Οη α ἰηθογεῖίσαι ἃπά ρΓγαεῖϊσαι Ιοναι αἴς.

Εισαγωγή

Στην παρούσα µελέτη θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στην ουσία και τη λειτουργικότητα της ελληνικής γλὠσσας, στηριγµένοι στην εκφορά του λόγου δύο ε- πιστηµόνων στα πλαίσια ενός συνεδρίου µε θέµα «Η ελληνική γλὠσσα στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση»'. Κατόπιν, θα εκφέρουµε την προσωπική µας άποψη για την ελληνική γλώσσα, συνθετική και διαφοροποιημένη απὀ τις σύγχρονες τάσεις εξειδίκευσης της γλωσσολογικής επιστήµης. Ο- πωσδήποτε, οι σύγχρονες επιστημονικές θεωρήσεις και προβληματισμοί περί της ελληνικής γλὠσ- σας επηρεάζονται σηµαντικά απὀ πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες, όπως για παράδειγµα η Φιλοσοφία της παγκοσμιοποίησης ή του εθνοκεντρισμού οι διαφορετικές σχολές σκέψης για τη θεώρηση της γλώσσας σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο [{ῃ 5ἵιι)” κ.α.

Η τοποθέτηση σε ένα τόσο εξειδικευμένο θέµα απαιτεί -εκτός από τις ιστορικές αναφορές στην ε- Εξέλιξη της γλωσσολογικής επιστήµης- τη χρήση µιας συγκεκριμένης επιστημονικής μεταγλώσσαςὁ που, αν και στριφνή ενίοτε, είναι δυνατόν να αποδώσει καθαρότερα το μέγεθος της διάστασης στις απόψεις που παρουσιάζονται στο συγκεκριµένο διάλογο. Στην περίπτωση της ελληνικής γλὠσσας, μάλιστα, τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά, καθώς υφίσταται µια µακρά χρονική πε- ρίοδος δυναμικής εξέλιξης, μετάλλαξης ή µετουσίωσης των χρησιμοποιούµενων µορφηµάτων΄ α- πό την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, γεγονός που εισάγει πολλαπλούς προβληματισμούς και διαφορετικές οπτικές γωνίες εξέτασης του αντικειμένου.

Πρακτικά Συνεδρίου Η Ελληνική Γλώσσα στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, Αθήνα 1996, Κέντρο Λογο- τεχνικής Μετάφρασης, σ. 120.

. Εργασία πεδίου, στην οποία αντιμετωπίζεται η γλὠσσα ὡς εξελισσόµενος, ζωντανός και ευαίσθητος ορ- γανισµός µε αναρίθµητες εννοιολογικές αποχρώσεις, άµεσα συνδεδεμένες µε το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, µέσα στο οποίο γίνεται η χρήση της προς εξέτασιν γλὠσσας. Η εργασία πεδίου είναι απα- ραίτητη για τη γλωσσολογία ως επιστήµη, καθώς είναι ο µόνος τρόπος στενής παρακολούθησης και κα- ταγραφής των εξελικτικὠν ή εκφυλιστικών τάσεων του γλωσσικού συστήµατος.

ὁμ ιδιαίτερη γλώσσα ή το σύστηµα ορολογίας που χρησιµοποιείται για την περιγραφή ενός αντικειμένου μελέτης.

΄Η μικρότερη δυνατή µονάδα ενός γλωσσικού συστήµατος, που µπορεί να θεωρηθεί φορέας νοήματος.

27

Η γλώσσα ως αξία: Ο μύθος και η πραγματικότητα της συνέχειας

Σε µια από τις γνωστότερες αφηγήσεις στις Ιστορίες του ο Ηρόδοτος βάζει τους Αθηναίους να εξη- γήσουν, γιατί δε θα πρόδιδαν ποτέ την Ελλάδα". Οι λόγοι είναι αφενός οι Καµένοι ναοί των θεών που ζητούν εκδίκηση, αφετέρου η κοινή κληρονομιά αίματος και γλὠσσας, τα κοινά ιερά και οιθυ- σίες, εν τέλει ο ίδιος τρόπος ζωής". Μαζί µε την εξ αίµατος φυλετική συγγένεια και τη θρησκευτική λατρεία, η γλὠσσα εµφανίζεται εδώ ως ιδιάζουσα πολιτισμική αξία, άµεσα σχετιζόμενη µε την ελ- ληνική ταυτότητα και σαφώς συνδεδεμένη µε τη θέση του Γ. Μπαμπινιώτη στο συνέδριο για την ελληνική γλὠσσα. Ο εν λόγω ακαδημαϊκός θεωρεί πως η γλώσσα είναι η σκέψη του, ο πολιτισμός του, η ιστορία του, η ταυτότητά του. Τούτη η δήλωση στα πλαίσια ενός συνεδρίου για την ελληνι- κή γλὠσσα στο περιβάλλον της διευρυµένης Ευρωπαϊκής Ένωσης --εκεί δηλαδή που η ελληνική γλώσσα χαρακτηρίζεται ως ασθενής΄- αποκτά ιδιαίτερη σηµασία, γιατί αποδίδει την εικόνα της γε- νικότερης θέσης του καιτου στοχασμού του για το γλωσσικό αντικείµενο.

Σε ό,τι αφορά στο πρὠτο σκέλος της δήλωσήςτου «η γλὠσσα είναι η σκέψη µου», προφανώς ο Γ. Μπαμπινιώτης αναφέρεται στο σηµαινόμενο του γλωσσικού σημείου’ σκέψη. Χρησιμοποιούμε ε- δώ τους συγκεκριµένους γλωσσολογικούς όρους, γιατί ένα γλωσσικό σηµείο, δηλαδή µια λέξη, δεν έχει εξ ορισμού αιτιολογική σχέση ανάµεσα στο σηµαίνον”΄ Καιτο σηµαινόμενο΄΄. Η σχέση είναι α- ποτέλεσµα κοινωνικής σύμβασης ανάμεσα στο άτοµο και το γλωσσικό ή πολιτισμικό του περιβάλ- λον. Με άλλα λόγια αντί να µας πει πως η γλὠσσα για τον ίδιο αντιπροσωπεύει εκείνη τη συγκε- κριµένη κατηγορία αντικειμένων που ονομάζονται «σκέψεις» του, πραγµατώνει τη νοητική επε- ξεργασία των εμπειρικών του δεδοµένων και τα αποδίδει αφαιρετικά ὡς «σκέψη» του, µετατρέ- ποντας παράλληλα το αντικείµενο σε κατηγορούμενο.

Η διαδικασία της αφαίρεσης και της γενίκευσης απουσιάζει απὀ τα πρωτογενή συστήµατα σήµαν- σης, όπως είναι τα επιφωνήµατα για την ανθρώπινη γλώσσα ή τα ζωικά συστήµατα επικοινωνί- ας;’. Η γλωσσική εξέλιξη των πρωτόγονων κοινωνιών ανέπτυξε θεμελιώδεις τύπους νοήµατος πε- ριγραφικούς και αναφορικούς, σύµφωνα µε τους οποίους οι νοητικές εικόνες των πραγμάτων ή των φαινομένων ανακαλούνται στο μυαλό ταυτόχρονα µετην ομιλία. Στη συνέχεια η ανάπτυξη πε- ρίπλοκων κοινωνικών σχημάτων έδωσε κοινωνικούς και συναισθδηματικούς τύπους νοήματος, δη- λαδή παράπλευρες σημασίες, συνδεόµενες µε κοινωνικούς ρόλους ή προσωπικές οπτικές γωνίες εξέτασης των λεγομένων””. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, η γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη µε την εξελικτική πορεία και την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης σκέψης''. Αλλά είναι πραγματικά αυτό που θέλει να εντοπίσει ο καθ. Μπαμπινιώτης µετη δἠλωσήτου;

Περισσότερο Φως στην ἐρευνά µας µπορεί να ρίξει ο συνδυασμός τούτης της συγκεκριμένης θέ- σης µετην ἀποψή του ότι «η γλὠσσα αποτελεί αξία». Ο αξιακός χαρακτήρας της γλὠσσας προκύ-

"Ἠρόδοτος, Ιστορ. 8.144.2.

Ηλ. επίσης Ε.ΗΒΙΙ, Ιπνεηίίπο ἴῃπε Βαγραγίαη, ΟΧΙοΓα 1989, ΟχίοΓά υπίνεις!εγ ΡΓαςς, σ. 165.

΄ Στα πλαίσια της θεωρίας του γλωσσικού ηγεμονισμού ασθενής γλώσσα θεωρείται εκείνη που εκτοπίζε- ται απὀ τους ποικίλους τοµείς και δραστηριότητες µιας κοινότητας µε τη στενή ή την ευρεία έννοια - στην προκειμένη περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης- και αντανακλά σε ένα βαθµό την ανισότητα στην κατανομή πολιτικής και οικονοµικής δύναμης της εν λόγω κοινότητας.

Αυτό που στην καθομιλούμενη αποκαλούμε έννοια, νόηµα.

Ἄστην καθομιλούμενη εννοείται η λέξη.

19 Ακουστική εικόνα, η µορφή µιας σκέψης.

11βλ. Α. Μαγϊϊηαϊ, Θέματα Λειτουργικής Σύνταξης, Νεφέλη, Αθήνα 1985, σ. 21.

128. Ποεθγῖες ΠίςεοιΓς ἄθ ΙΜΘί/μοαθ, Γαλλικό Ινστιτούτο, Αθήνα 1988, σ. 113.

13Σ, Δημητρίου, Η Εξέλιξη του Ανθρώπου Ν. Γλώσσα-Σώμα, Καστανιώτης, Αθήνα 200, σ. 18.

13Ο. Ριετοί --Τ. Τοαογον, Πἱοἰοπηππαίγθ 6ηπογεΙορεαίφιθ ἄθς εἴθηοθς ἄμ Ιαηφαθθ, 5δμΙ|, ΡαΓὶς 1972, σ. 19, 39.

25

πτει κυρίως από την ανθρωποκεντρική θεωρία για την καταγωγή της΄', καθώς τη συνδέει µε την ε- ξελικτική πορεία του ανθρώπου, την παραγωγή πολιτισμού και της προσδίδει τη μεταφυσική διά- σταση της θείας δωρεάς. ΑΦφαιρώντας από τη γλὠσσα τη δυνατότητα της αλληλεπίδρασης µε το Φυσικό της περιβάλλον, την τοποθετεί στη σφαίρα της ανθρώπινης σκέψης και µάλιστα σε επίπε- δο οντογένεσης:». Με αυτόν τον τρόπο βέβαια η γλώσσα καθίσταται η ουσία και όχι το εργαλείο της σκέψης᾽'.

Ο ίδιος ο Γ. Μπαμπινιώτης, αλλά και η επιστημονική ομάδα που στηρίζει τη θέση του, δίνει αξιακό χαρακτήρα στη γλώσσα, προσδιορίζοντάς τη ως «καθοριστικό συστατικό της προσωπικότητας του ατόµου και της φυσιογνωμίας ενός λαού»... Βάσει του συγκεκριμένου προσδιορισμού γίνονται κατανοητές οι επόµενες δηλώσεις πως η γλὠσσα είναι ο πολιτισµόςτου, ιστορία του, η ταυτότη- τά του. Με αυτόν τον τρόπο αυτοπροσδιορίζεται και τοποθετείται στο χώρο εκείνων των θεωρητι- κών -όπως ο Ηεγαει ή ο Ηιπιρο[αϊ- που συνέδεσαν τη γλὠσσα και τη λογοτεχνία µε τον ιδιαίτερο τρόπο σκέψης, το ιδιόμορφο πνεύμα ενός λαού".

Για να στηρίξει περισσότερο τη θέση του χρησιμοποιεί τη διατύπωση του ΝΠἰρεηςίεἰη «η γλὠσσα µου είναι ο κόσμος μου»Ζ και του 58µ55υΓ6 για τον ορισμό της γλώσσας ως ταξινομία του Κόσμου. Βέβαια, η µεταφορά αυτού που ήθελε να πει ο Λ/Πϊρεηςίείη µε τη φράση «ἴπθ ΠΊθΘαᾶης οἳ ΠΊΥγ ννογ|α Πηθαῃ ἴῃε Ιητίίς οἱ ΠΊγ ΙβηΡιᾶΡθ», µόνον επαγωγικώς θα μπορούσε να σηµαίνει «η γλὠσσα µου εἰ- ναι ο κόσμος µου», καθώς επιδέχεται και άλλων ερμηνειών”. Την ίδια θέση φαίνεται πως υποστη- ρίζει και ο (ας5ίγθγ, ο οποίος πιστεύει ότι η θεωρητική γνώση ξεκινά απὀ έναν κόσµο προσχεδια- σµένο από τη γλώσσα”. Εδώ ας µας επιτραπεί µια µικρή διόρθωση, καθώς, ο 58µ5ς5µΓ6 δεν αναφέ- ρει τη γλώσσα ως ταξινομία του κόσμου, αλλά ως αρχή ταξινόμησης και ενότητας του λόγου”'. Α- ντί για αυτή τη δήλωση, βέβαια, ο καθ. Μπαμπινιώτης θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάποια άλλη που να στηρίζει πληρέστερα τις θέσειςτου, αφού οπωσδήποτε η δικαίωση πρέπει να έλθει µέσα απὀ το µεγάλο δάσκαλο. Ο Ε. ἄθε 58:Ι55µΓ6 στη συνέχεια των µαθηµάτων του αναφέρει πως «τα ήθη ενός έθνους έχουν τον αντίκτυπό τους πάνω στη γλὠσσα του: άλλωστε, η γλὠσσα, κατά µεγάλο βαθμό, δηµιουργείτο έθνοο»΄..

Ωστόσο, η ουσία των θέσεων του Γ. Μπαμπινιώτη βρίσκεται στην καταγραφή έξι πολιτισμικών και ιστορικών γνωρισμάτων που προσδίδουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα στην ελληνική γλὠσσα”.. Ανά- µεσά τους περιλαμβάνεται η χρήση της γλὠσσας απὀ προικισµένα πνεύματα για µια έκφραση προηγμένων μορφών σκέψης, η πρὠιμη ανάδειξη της ελληνικής σε κύρια βάση για την εννοιολογι- κή ἐκφραση του δυτικού πολιτισμού, η σύγχρονη παρουσία της στο λεξιλόγιο όλων των ευρωπαί- κών γλωσσών, η αδιάκοπη προφορική και γραπτή της παράδοση, η στενή σχέση της σύγχρονης ελ- ληνικής προς τις παλαιότερες Φάσεις της και ο ρόλος της στις μεταγενέστερες μορφές παιδείας. Κατόπιν αποποιείται της θέσης ότι η ελληνική γλώσσα είναι η περιούσια γλώσσα του κόσμου, για

13Σ, Δημητρίου, ὀ.π. σ. 19.

1. (αςςίΓ6{, Ιαποιαφθ απα ΜγίΗ, Νθενν Υοικ 1946, Ώονςγ, Νενν Υοικ 19846, σ. 97.

17Βλ. Α. Φραγκουδάκη, Γλώσσα και Ιδεολογία, Οδυσσέας. Αθήνα 1987, σ. 18.

1δΡ Μπαμπινιώτης, Ελληνική Γλώσσα, Παρελδόν. Παρόν, Μέλλον, Αθήνα 2000, 6ιἱθηῦεϱ, σ.. 5. 13Ηλ. |. Βούρτσης κ.α. Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Η Έννοια του Πολιτισμού, Όψεις του Πολιτισμού, Ε.Α.Π. Πάτρα 1999, σ.. 34

ο Ιε ΥΝνιρεηςίαδἰη, Τγαείαϊιμς-ἰ οαἱοορβ[[οσορβίοις, 8ΙΙΙΠΊ4Γ6, Ραγίς 1972, σ. 250.

΄Ίπιχ. «Τα όρια του κόσμου µου είναι τα όρια της γλὠσσας µου».

3Ε, (αςςί{6γ, ό.π. σ. 28.

Βλ Ε. 49 58ιςςυΓ6, Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, Παπαζήσης, Αθήνα 1979, σσ. 39-40. ΄ΊΤοίδιο σ. 51.

2Γ, Μπαμπινιώτης, ό.π. .σ. 7.

29

να συνεχίσει ισχυριζόμενος πως υπήρξε όχημα εκδήλωσης του ανθρώπινου πνεύματος στις πιο µεγάλες στιγµέςτου.

Βέβαια, όταν αναφέρεται στη αρχαία ελληνική γλὠσσα μάλλον εννοεί το γραπτό λόγο, καθώς οι προφορικές μαρτυρίες για τις φωνητικές αλλαγές δεν υφίστανται ή εξάγονται συµπερασματικά α- πό τα λιγοστά αποσπάσματα που προσφέρονται για αυτό το σκοπό΄ὀ. Δεν προσδιορίζει, βέβαια, αν το ενδιαφέρον του στρέφεται στο φαινόμενο του αττικισμού, στην αλεξανδρινή κοινή, στην ε- πική κοινή, στις κοινές του προφορικού λόγου ή τις λογοτεχνικές κοινές ή σε µια γενική θεώρηση της κλασικής ελληνικής, έτσι όπως την παρουσιάζει ο 6. ΤΠοΟΠΙςοπ᾽’.

Αντίθετα, είναι εμφανής και συγκεκριµένη η πρόθεσή του να τονίσει την -αυτονόητη κατά την ά- ποψή µας- σχέση της ελληνικής γλὠσσας µε την αρχαία ελληνική, κάτι στο οποίο συμφωνούν αρ- Κετοί έλληνες Και αλλοδαποί επιστήμονες ερευνητές του θέµατος΄-. Ο τρόπος, όµως, µε τον οποίο τονίζει την αξία της γλώσσας ως υπαρξιακό στοιχείο Και το ρόλο της ελληνικής γλώσσας στην Α- ναγέννηση, το δυτικό πολιτισμό καιτις σύγχρονες µορφές παιδείας, αποκαλύπτει µια διαφορετική προοπτική. Τη θέλησή του να παίξει η ελληνική γλὠσσα έναν ιδιάζοντα ρόλο στα πλαίσια της πο- λυπολιτισµικής, όπως αναφέρει και ο ίδιος Ευρώπης”. Πολύ περισσότερο, µάλιστα, όταν θεωρεί πως ο βαθύτερος συνεκτικός δεσμός των χωρών-μελών της ευρωπαϊκής κοινότητας είναι οι αξίες πάνω στις οποίες στηρίχθηκε ο δυτικός πολιτισμός. Αναμφίβολα για τον ίδιο οι αξίες πάνω στις ο- ποίες στηρίχθηκε ο δυτικός πολιτισμός είναι οι αξίες που πρόβαλε το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και συνεπώς η γλὠσσα µέσωτης οποίας εκφράστηκαν αυτές οι αξίες”.

Ο κίνδυνος της αλλοίωσης της γλωσσικής ταυτότητας σύμφωνα µε τον Γ. Μπαμπινιώτη προέρχε- ται απὀ την αθρόα εισροή τύπων και λέξεων, τα αποκαλούμενα γλωσσικά δάνεια, απὀ ισχυρότε- ρες γλὠσσες, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται στα δάνεια που έχει δεχθεί κατά καιρούς στην ιστορι- κή της εξέλιξη η ελληνική γλὠσσα. Από την άλλη θεωρεί μύθοτο γεγονόςτης υπεροχής ορισμένων γλωσσών, «ο οποίος µάλιστα βαδίζει στα ίδια ύποπτα και επικίνδυνα αχνάρια της υπεροχής ορι- σµένων λαών...». Εντούτοις, ο ίδιος παράγει το δικό του μύθο, θεωρώντας την ελληνική γλώσσα ως μοναδικό φορέα του δυτικού πολιτισμού ὀχημα εκδήλωσης του ανθρώπινου πνεύματος στις υψηλότερες στιγμές του”.

Οι θέσεις του Γ. Μπαμπινιώτη στηρίζονται σαφώς σε Φιλοσοφικές ή γλωσσολογικές θεωρήσεις σαν κι αυτές που περιγράφτηκαν πιο πάνω και αναπτύχθηκαν παράλληλα µε τη γέννηση του εθνι- κισμού στην Ευρώπη του 17”’ αιώνα, αλλά και σε προγενέστερες θεωρήσεις ελλήνων λογίων όπως ο Κοραής, ο οποίος ήταν ο πρώτος που υποστήριξε την ταυτότητα ανάµεσα στο έθνος και τη γλὠσσα” ή ο Χατζιδάκις. Επίσης, οι θέσεις και η επιμονή του στο θέµα της ιστορικής συνέχειας

25βλ. Η. Τοηησῖ, ἱστορία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Παπαδήμας, Αθήνα 1995, σ. 20.

076. ΤΠοΠΙςοη, Η Ελληνική Γλώσσα, Αρχαία και Νέα, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 77.

25Ηλ. Ε.Κ. ΑάΓαΓος, |στορία της Ελληνικής Γλώσσας, από τις Απαρχές ως τις Μέρες µας, Παπαδήμας, Αθή- να 2003, σ.. 22. Επίσης, «. ΤΠΟΠΙςΟΗ, Η Ελληνική Γλώσσα...σ.. 23. Επίσης, Η. Τοπηεῖ, ἱστορία...σ.. 13 κ.α 3Γ, Μπαμπινιώτης, ό.π. .σ. 5.

στο ίδιο, σ. 12.

Ἄηστο ίδιο, σ. 24.

32Βλ. Π. Μπουκάλας Το Ισχύον Νόμισμα της Γλώσσας και οι Θρύλοι’ εφηµ. Καδηµερινή χ.χ.. «Όιγλωσσο- λόγοι βεβαίως επιμένουν ότι οι γλὠσσες δεν μοιράζονται σε ανώτερες και κατώτερες, αυτό όµως δεν ε- µποδίζει τους μεταφυσικούς µας να αδιαφορούν για την επιστήµη όπως και για την πραγματικότητα. Στο ίνδαλμα που έχουν κατασκευάσει, η αρχαία ελληνική είναι µία, αδιαφοροποίητη ανά τους αιώνες, ίδια για όλεςτις φυλές κι όλες τις πόλεις, υπερβατική, και συρρικνωτικά εξισωµένη µε τη γραπτή της µόνο µορφή». Βλ. επίσης νννννν.αὈηεῖ.αργίηο.οίΡ

33Η, Βααἴοη, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 375.

30

στηρίζεται από το έργο των γλωσσολόγων που θεωρούν πρωταχικό μέλημα τη διαχρονική θεώρη- ση της γλώσσας ὡς βασικό συστατικό του αξιακού χαρακτήρα της.

Η γλώσσα ως εργαλείο: Η κατάργηση των μύθων

Ο αντίλογος στη θέση του Γ. Μπαμπινιώτη --στο ίδιο συνέδριο- έρχεται δια στόματος Γ. Βελούδη, που θεωρεί ότι «η γλὠσσα µας είναι ΄αξία’, µε πολλές όµως και ειδοποιούς διαφορές». Επίσης, Φαίνεται πως δεν ενδιαφέρεται για την ιστορική προοπτική της γλὠσσας, θεωρεί άστοχη τη µετάγ- γιση παλαιότερων κειμένων στη σύγχρονη µορφή µιας γλὠσσας και εν τέλει βλέπει τη γλὠσσα ως εργαλείο. Πιστεύει µάλιστα πως είναι παρεκτροπή το να αντιλαμβανόμαστε τη γλὠσσα ὡως στόχο και όχι ὡς εργαλείο.

Για να αντιληφθούμε τις θέσεις του Γ. Βελούδη, θα πρέπει να έχουµε κατά νου την ύπαρξη µιας άλλης επιστημονικής οµάδας”', η οποία ασχολείται περισσότερο µε τη συγχρονική θεώρηση της γλὠσσας, εκλαμβάνοντάς τη ως επικοινωνιακό εργαλείο που πρέπει να μελετάται στη βάση της χρηστικότητάς του, µέσα στα όρια µιας κοινωνικής ομάδας. Από αυτή την άποψη θεωρούμενη η γλώσσα είναι ένα εργαλείο, το οποίο ορισµένοιι αντιμετώπισαν ως παθητικό”, ενώ άλλοι ως ενερ- γητικό”ὀ. Η συγκεκριμένη οµάδα θεωρεί πως υφίσταται µια μυθοπλασία γύρω από το αντικείµενο της γλὠσσας, που κάθε άλλο παρά πρόσφορη είναι για την απελευθέρωση και ανάπτυξη της Ελλη- νικής στα πλαίσια µιας σύγχρονης κοινωνικής δομής.

Ανάμεσα στους μυθεύµατα που καλλιεργούνται, σύµφωνα µε την άποψη της συγκεκριμένης οµά- δας, περιλαμβάνονται: η καθαρότητα και ο άµεικτος χαρακτήρας της αρχαίας ελληνικής γλὠσσας, η πρότυπη αξία της έναντι όλων των άλλων γλωσσών, η αδιατάρακτη συνοχή και συνέχειά της, η αποκλειστική κληροδοσία της στους Νεοέλληνες”;. Είναι εμφανές εδώ πως οι επιστήμονες που α- ναπτύσσουν τέτοια προβληματική στο αντικείµενο της γλὠσσας διερευνούν σύγχρονα θεωρητικά ρεύματα, τα οποία προσεγγίζουν τη γλὠσσα από µια διαφορετική οπτική γωνία και την απαγκι- στρώνουν από την υποχρέωσή της ως βασικού εθνικού χαρακτηριστικού”.

Το νέο ρεύμα στην προκειμένη περίπτωση, µε εκπρόσωπους όπως ο 58µ5ς5µ/6 και ο Βο[ίηρε, ήταν εκείνο που απελευθέρωσε τη γλωσσολογία απότις επιδράσεις της Φιλολογίας και εστίασε στην έ- ρευνα των ιδιαίτερων στοιχείων της γλώσσας, αποκλείοντας τους ιστορικούς, υποκειμενικούς, Ψψυ- χολογικούς ή κοινωνικούς παράγοντες. Θεώρησε πως όλες οι γλώσσες και οι διάλεκτοι είναι ισό- τιµες και έδωσε προτεραιότητα στο σώμα της προφορικής γλὠσσας. Αν και στατικὀ, τούτο το σχή- μα απελευθέρωσε το γλωσσικό αντικείµενο από το πρόβλημα της καταγωγής, απομονώνοντάς το παράλληλα από τις υφιστάμενες κοινωνικές επιδράσεις. Ο στόχος του ήταν να εξετάσει τη δοµή, δηλαδή την κατασκευή της γλώσσας”, πέρα από κάθε είδους εξάρτηση. Βάσει των παραπάνω {- σως γίνεται περισσότερο κατανοητή η αδιαφορία του Γ. Βελούδη για την ιστορική προοπτική της γλὠσσας, αλλά και η μετατόπιση της αξίας της.

Ομάδας µετην ευρύτερη έννοια του όρου και όχι µε την εξειδικευμένη της στενά και αυστηρά διαρ- θρωµένης ομάδας µε κοινούς σκοπούς και συγκεκριµένο σχέδιο επέκτασης της επιρροήςτης.

3βλ, |. Ρἰαρεῖ, ΤΗ6 Ιαποιασθ απα ἰῃο ΤΠοιοΠί οἱ 6ΠίΙα, Μιεηαί8η, (Ιενεἰαπα 1963, σ. 90.

ἄδμλα, ΒεΓκθΙ6γ, Τ/6 Ργἰπείρ[ος οἱ ΗωπἹαη Κποιν/εᾶςθ, (ο[ίῃς, Ιοπάοη 1962, σ. 59.

27Γ, Χάρης (Επιμ.) Δέκα Μύδοι για την Ελληνική Γλώσσα, Πατάκης, Αθήνα 2002, σ. 8.

5 βλ. |. Μ. ΗαΙΙ, Εἰῃπίο Ιαεηί[εγ ἱπ σγθεΚ ΑπίίημΙγ, (απιργίάρε 1997, ΟΧΡΟΙΡΗ, σ.. 177, επιμένει πως η γλὠσσα και οι διάλεκτοί της είναι περιφερειακά στοιχεία της εθνικότητας και όχι τα βασικά κριτήριά της. Για µια πιο αναλυτική συζήτηση στο θέµα της γλὠσσας και της ελληνικής εθνικότητας, Βλ. Γ.Ν. ναἰραηις, 'Της ρΓγοβἰεπῃ οἱ ἀΓθεΚ παϊἰοΠα[Ιἴγ’, στο ΡΠοεηἰχ 5 (1951), σσ. 41-60.

35βλ. Ε. ]4ςΚοῦςοη, Εσσαίς αθ Ιἱποιίςίίᾳιμθ σεπεία(θ, ΜΙπιϊϊῖ, Ρατίς 1976 σσ. 44-48.

3μλ. 6. Μοιπίῃ, Κλειδιά για τη Γλωσσολογία, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1988, σ. 89.

31

Απομάκρυνση απὀ τον κοινωνικό παράγοντα, προὐπέθεσε και εκείνο το θεωρητικό ρεύμα που συνδύασε τη γλὠσσα µετη σκέψη. Προὐπόθεση της ανθρώπινης γλὠσσας θεωρήθηκε η ανάπτυξη του εγκεφάλου και επομένως της σκέψης. Η γλὠσσα δε θεωρείτο γεννήτοραςτης σκέψης αλλά µια διαδικασία απεικονισμού της. Τούτη η θεωρία πήρε νέα µορφή µέσω του («ΠΟΠΙςΚΥ, ο οποίος ἐχτι- σε µια νέα δοµική γλωσσολογία, μεταφέροντας το βάρος από τη δοµή στη σύνταξη. Σημαντική προσφορά του θεωρήθηκε για το γλωσσικό αντικείµενο η παρατήρησή του πως η ικανότητα της γλώσσας βρίσκεται για κάθε άτοµο στην περιοχή μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου”.

Η σκέψη για τον ΠΟΠΙΞΚΥ υπερβαίνει τη γλὠσσα και αντανακλάται πάνω της. Η σκέψη κινείται στα επίπεδα της παγκόσμιας σηµειολογίας. Συνεπώς υπάρχει µια οικουμενική, µια παγκόσμια γραμματική και µια προδιάθεση κάθε φυσικής γλώσσας να συνδεθεί µε τους κανόνες της”. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η φυσική γλὠσσα δεν µπορεί να είναι στόχος, αν ερ- μηνεύσαμε σωστά τα λεγόμενα του Γ. Βελούδη, καθώς ο στόχος βρίσκεται στη βαθιά δοµή, στη λογική της σκέψης που είναι κοινή για όλες τις γλὠσσες.. Αν, ωστόσο, δεν είναι αυτό που εννοεί ο Γ. Βελούδης λέγοντας πως είναι παρεκτροπή να βλέπουμε τη γλὠσσα ως στόχο, τότε περνάμε σε µια άλλη λογική ερμηνείας, σύµφωνα µε την οποία δεν είναι δυνατόν η γλὠσσα να θεωρείται αυ- τοσκοπός ή οντότητα µε μεταφυσικές προεκτάσεις ούτε ιδεολογικός στόχος. Ο ρόλος της είναι να είναι ένα εργαλείο για την εξεικόνιση της ανθρώπινης σκέψης και συνεπώς δεν µπορεί να ταυτίζε- ται µετη σκέψη.

Σύμφωνα µε τον Λ. Τσιτσιπή΄”΄ η επιστήµη και η ιδεολογία παρουσιάζουν αντιθετικές εξαρτήσεις. Συνεπώς η διοχέτευση της ιδεολογίας µέσω της επιστήµης είναι µια προσπάθεια απὀ τη Φύση της αντιφατική. Η επιστήµη βρίσκεται σε µια διαρκή διαλεκτική σύγκρουση ανάµεσα στην ιδεολογία και την κριτική, ανάµεσα στη θεωρία και την εμπειρία. Η μεταβίβαση ιδεολογικὠν θέσεων µέσω της γλωσσικής δραστηριότητας δεν είναι καθόλου «αθώα», ακόµα και αν ενδύεταιτον μανδύα της εµπειρικής τεκµηρίωσης.. Η γλὠσσα εμπεριέχειτην πολιτική ιστορία, διαποτίζεται απὀ την ιδεολο- γία και µεταβιβάζει µια φΦαντασιακή σχέση µε την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια καλλιεργεί μύ- θους.

Στην ελληνική πραγματικότητα ένας απὀ τους πρὠτους που προσπάθησε να δει συγχρονικά τη γλὠσσα και Φυσικά να την απαλλάξει απὀ το βάρος της ιστορίας της ήταν ο Δ. Καταρτζής, ο οποίος έγραψε µία απὀ τις πρώτες γραμματικές της σύγχρονης Ελληνικής, έτσι όπως μιλιόταν στην Κων- σταντινούπολη προς το τέλος του 18: αιώνα”. Θεωρώντας πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει Φραγμµός στην επιστημονική γνώση, θέλησε έτσι να τραβήξει µια διαχωριστική γραµµή ανάμεσα στην αρχαία γλὠσσα και τη σύγχρονη απὀγονό της, αλλά η πρότασή του πέρασε απαρατήρητη εν τέλει εγκαταλείφθηκε".

Με τη σειράτου οΓ. Ψυχάρης -ας µας επιτραπεί εδώ για συμβατικούς λόγους να προσθέσουµετο µικρό του όνοµα, παρόλο που ο ίδιος δεν το επιθυμούσε- ήταν από τους λίγους που δέχονταν ότι το Φωνολογικό σύστημα της Ελληνικής είχε αλλάξει ριζικά από την αρχαιότητα και συνεπώς δε χρειαζόταν οποιαδήποτε αναδρομική διόρθωση. Επηρεασμένος, µάλιστα, από τα θεμελιώδη α- ξιώµατα των γλωσσολόγων της εποχής του θεωρούσε πως η σταδιακή και συστηματική αλλαγή εί- ναι αναπόσπαστο στοιχείο όλων των ζωντανών γλωσσών. Για τον Ψυχάρη η σαφέστερη απόδειξη

3 Βλ. Ν. οπιίτη-Ώ. ΝΜΙΙςοη, Μοαεγη ἰ{ποιίσξίες. ΤΠ Βεσιές οἱ ΟΠΟΠΙςΚΥ’5 Βενοιιίοη, Ρθηριίη, Ηαιπιοπασννογίῃ 1979, σ.. 22.

"βλ. Ν. (ΠΟΠΙςΚΥ, ἰα Ιαηοαοε οἳ Ρθηςθθ, Ραγοϊ, ΡαΓίς 1970, σσ. 69, 87.

33 Ηλ. Λ. Τσιτσιπής Εισαγωγή στην Ανθρωπολογία της Γλώσσας, ΞἱἱΘΠΡΘΓΡ, Αθήνα 1995, σ. 118. 338, Βααἴοη, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 374.

35Βλ. Κ.Θ. Δημαράς Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερµής Αθήνα 2002, σσ. 177-178

32

ότι η αρχαία γλὠσσα ζει ακόµη, βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι έχει αλλάξει από την αρχαιότη- ταις,

Το γεγονός πως το γλωσσικό ζήτημα διατηρήθηκε επί μακρόν ως πεδίο διαμάχης ὀχι µόνον επι- στηµονικής αλλά κοινωνικής και πολιτικής απέδωσε στη γλὠσσα ως αντικείµενο εξαιρετικές δυνά- μεις. Δυνάμεις που θα μπορούσαν ουσιαστικά να δημιουργήσουν ή να καταστρέψουν τα θεμέλια του κράτους΄’. Οποιαδήποτε προσπάθεια επιστροφής σε µια τέτοια διαμάχη, µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακόµη και στη µορφή ενός σύγχρονου γλωσσικού προβλήματος, θα μπορούσε να εἰ- ναι -και είναι- σε ένα βαθµό κοινωνικά αποσταθεροποιητική. Αποσταθεροποιητική για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν είναι δυνατόν µέσα στο ίδιο ποτάµι, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η εκπαίδευση ή η επικοινωνία, να λειτουργούν δύο αντίρροπα ρεύματα. Κάτω από την επιρροή α- ντιθετικών δυνάµεων η εξέλιξη στο αντικείµενο της γλὠσσας καθίσταται διαδικασία κοπιαστική και επώδυνη γεμάτη αντιφάσεις και αντιπαραθέσεις όπως αυτή που διερευνούµε στη συγκεκριµέ- νη περίπτωση.

Οι Ψυχοειδείς Μηχανισμοί της Γλώσσας και η Παγκόσμια Γραμματική

Η δική µας θέση στηρίζεται στο γεγονός πως η έρευνα της ανάπτυξης της γραφής σε Καμία περί- πτωση δεν µπορεί να αναπαράγει την ιστορία της ανάπτυξης του προφορικού λόγου, της ομιλίας. Ο γραπτός λόγος είναι µια διακριτή γλωσσική λειτουργία, που διαφέρει απὀ τον προφορικό λόγο τόσο στη δοµή όσο και στον τρόπο”... Από αυτή την ἀποιμη, λοιπόν, η οποιαδήποτε προσπάθεια σύνδεσης της ζωντανής λαλιάς των σύγχρονων Ελλήνων µε τα διασωζόµενα γραπτά κείµενα της αρχαιότητας είναι τουλάχιστον άστοχος. Ο γραπτός λόγος ακόµη και στην παραμικρή προσπάθεια ανάπτυξής του απαιτεί ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης. Είναι λόγος στο επίπεδο της σκέψης και της ανεικόνισης µόνο και Φυσικά στερείται της εκφραστικής ιδιότητας του προφορικού λόγου σε ό,τι αφορά στην τονική απόχρωση.

Από πολλές απόψεις, δεν έχουµε ακόµη απαντήσει σε Κλασικά προβλήματα που αφορούν στη γλὠσσα. Παραδείγματος χάριν, τα σηµαντικά προβλήματα σχετικά µετις δημιουργικές πτυχές της γλωσσικής χρήσης παραμένουν τόσο απρόσιτα όσο ήταν πάντα. Επίσης, η µελέτη της παγκόσμιας σηµειολογίας, σίγουρα κρίσιµη για µια πλήρη έρευνα της γλωσσικής δομής, έχει προοδεύσει ελά- χιστα. Εκεί που έχει παρατηρηθεί κάποια πρόοδος, αν και αποσπασματική, είναι στη µελέτη των μηχανισμών της γλώσσας, εκείνων των μµορφοποιητικών αρχών που καθιστούν πιθανή τη δη- µιουργική πτυχή της γλωσσικής χρήσης, που καθορίζουν τη Φωνητική µορφή καιτο νοηµατικό πε- ριεχόµενο των εκφράσεων”. Η κατανόηση αυτών των μηχανισμών όχι µόνον αναγκάζει το γλωσσι- κό αντικείµενο να αναζητήσει λύσεις στο χώρο της ψυχολογίας -παρόλη την απομόνωση που του επιβάλλει η δοµική γλωσσολογία- αλλά µετη σειρά του παράγει µια σειρά απὀ επιπτώσεις στη µε- λέτη της ανθρώπινης Ψυχολογίας, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στον τοµέα των μαθησιακών δυσκο- λιών.

Βάσει των παραπάνω πιστεύουμε λοιπόν πως η έρευνα στον τοµέα της ελληνικής γλὠσσας έχει σηµαντικά θέµατα να προωθήσει, ζωτικά για την παρούσα κατάσταση της Κοινωνίας µας, απὀ το να ασχολείται µε το λαμπρό και ένδοξο παρελθόν. Η έρευνα των ψυχοειδών μηχανισμών της γλὠσσας έχει να προσφέρει πολύ περισσότερα στην εκπαιδευτική κοινότητα για την αντιμετώπιση των κατανοητών ή µη μαθησιακών δυσκολιών και αν ανοίξει νέους ορίζοντες στον τοµέα της µά- θησης καιτης εκπαίδευσης γενικότερα.

3Η, Βοααΐοη, ό.π. σ. 389.

"7 Στο ίδιο σ. 434.

1δβλ.Ι. νγροϊςκγ Σκέψη και Γλώσσα, Γνώση, Αθήνα 1988, σσ. 11-12. “3μλ.Ν. ΟΠΟΠΙΣΚΥ, Νε[εοίίοης οη Ιαηοιαθθ, (ο[ίης, αἰαςρονν, 1976, σ. 54.

33

Ο ΟΠΟΠΙΣΚΥ- προτείνει την ενδιαφέρουσα υπόθεση µιας παγκόσμιας, οικουμενικής γραμματικής, για την οποία μάλιστα θέτει κάποια λεπτομερή δοµή. Είναι ένα σύστηµα όρων στις γραμματικές, περιορισμών στη µορφή και την ερμηνεία της γραμματικής σε όλα τα επίπεδα, από τις βαθιές δο- µές της σύνταξης, ὠςτους κανόνες που ερμηνεύουν τις συντακτικές δοµές σημασιολογικά και φω- νητικά. Κάθε φυσική γλὠσσα κατά την ἀποψή του παρουσιάζει σηµειολογικά µια σχέση µε αυτή την παγκόσμια γραμματική και έτσι όλες οι γλὠσσες οργανώνονται σε ένα δομικό σύστηµα αλλη- λοσυσχέτισης. Έτσι, η µελέτη µιας γλὠσσας, για παράδειγµα της ελληνικής, είναι δυνατόν να προ- μηθεύσει τον ερευνητή µε σηµαντικά στοιχεία για τη δοµή άλλων γλωσσών. Με αυτόν τον τρόπο η πρόσληψη µιας γλὠσσας είναι θέµα πρόσθεσης νέων στοιχείων στη δοµή της παγκόσμιας γραμ- µατικής, ή της τροποποίησης του συστήµατος µε βάση τα νέα δεδομένα.

Είναι δυνατόν η ελληνική γλὠσσα να συμβάλλει θετικά στην ανάπτυξη µιας τέτοιας γραμματικής; Ναι, εφόσον ξεχάσουν οι γλωσσολόγοι τις φοβίες και τις απόψεις τους περί µιγαδοποίησης της γλὠσσας.. πιστεύουμε ότι η ελληνική γλὠσσα µετο χρονικό της βάθος, την αντοχή της στο χρόνο είναι δυνατόν να συνεισφέρει στη δηµιουργία αυτής της παγκόσμιας γραμματικής και συνεπώς µπορεί να εκτεθεί άφοβα στις αλληλεπιδράσεις της παγκόσμιας γλωσσικής κοινότητας, ή είναι τό- σο αδύναμη που πρέπει να απομονωθεί προκειµένου να επιβιώσει. Η απομόνωση, ὠστόσο, έχει το δεδομένο κόστος του μαρασμού και της πενίας σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ένα κόστος που πιστεύω ότι η ελληνική κοινωνία οφείλει να συνειδητοποιήσει πριν κάνει τις επιλογέςτης.

Επίλογος

Παρόλο που το γλωσσικό ζήτηµα θεωρείται οριστικά λελυμένο -τουλάχιστον νομοθετικά από το 19746- εντούτοις οι αντιθέσεις συνεχίζονται στον τοµέα θεώρησης της γλὠσσας, παράγοντας ένα σύγχρονο γλωσσικό πρόβλημα. Η θέση ενός επιστήμονα ή µιας ομάδας επιστημόνων παράγει µία αντίθεση απὀ κάποιον άλλο επιστήμονα ή αντίστοιχη ομάδα, καθώς οι αναζητήσεις και οι προβλη- µατισμοί µας εντάσσονται στους αδυσώπητους δυιστικούς κανόνες της λογικής ή της κοινωνικής και πολιτικής -εν γένει πολιτιστικής- παιδείας µας. Πιθανώς η λύση στα εκάστοτε παραγόμενα προβλήματα να βρίσκεται στη σύνῦεση και την ποιοτική µεταθολή που αυτή µπορεί να προκαλέ- σει, για µια βαθύτερη κατανόηση του προς έρευνα αντικειμένου -και στην προκειμένη περίπτωση για µια βαθύτερη κατανόηση του ρόλου της γλὠσσας στον ελληνικό χώρο καιτης ανθρώπινης Φφύ- σης γενικότερα.

Η γλωσσολογία είναι ένα ευρύ πεδίο, µε ευρήματα όµως ατάκτως ερριµένα και τούτο γιατί το α- ντικείµενο της ἐρευνάς της είναι διαρκώς µεταβαλλόμενο. Η γλὠσσα προχωρά ακάθεκτη, µετα- πλάθεται και η επιστήµη τρέχει ξοπίσω της προσπαθώντας να ερμηνεύσει, να ταξινοµήσει, να αι- τιολογήσει. Πιθανώς, λοιπόν, η πρόταση του «ΠΟΠΙΣΞΚΥ για µια παγκόσμια γραμματική να είναι κάτι περισσότερο απὀ αναγκαία εν όψει των δραματικών αλλαγών που παρατηρούνται στην παγκό- σµια κοινωνική σκηνή, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπ’ ὀψιν το γεγονός πως στο θέµα της γλὠσσας υπει- σέρχονται ψυχοειδείς μηχανισμοί, που δεν εξαρτώνται βέβαια µόνο απὀ το άµεσο κοινωνικό περι- βάλλον µας.

Μέσα σε ένα τέτοιο εντασιογόνο περιβάλλον η ελληνική γλὠσσα οφείλει να είναι ευέλικτη, δυνα- µική, προσαρµόσιµη στις νέες συνθήκες και σαφώς απαγκιστρωµένη από τα Φαντάσματα του πα- ρελθόντος. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, όµως, η ελληνική κοινωνία χρειάζεται ερευνητές µεγά- λου βεληνεκούς στο γλὠωσσολογικό τοµέα, διεπιστηµονικά εργαστήρια και σαφείς αναπροσανατο- λισμούς στον εκπαιδευτικό της τοµέα. Τα πανεπιστήµιά της απελευθερωµένα απὀ το άγχος της παραγωγής επιστημόνων μπορούν να γίνουν πρωτοποριακά κέντρα έρευνας, προκειµένου να πα-

3Ν. ΟΠΟΠΙΣΚΥ, ὀ.π. σ. 40.

34

ράγουν ένα τµήµα των συνθηκών που θα διαμορφώσουν αυτή την παγκόσμια γραμματική, συµµε- τέχοντας ενεργά στον καθορισμό της εξελικτικής πορείας µιας οικουμενικής γλώσσας. Σε µια τέ- τοια περίπτωση µόνον είναι δυνατόν η ελληνική γλὠσσα να εκπληρώσει το ρόλο της ως συμµέτο- χου στα δρώμενα της παγκόσμιας σκηνής και της πολυπολιτισμικότητας.

Βιβλιογραφία

ΑαΓαΓος Ε.ΠΒ., Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, από τις Απαρχές ως τις Μέρες µας, Παπαδήμας, (Αθήνα, 2003)

Βθαΐοη Η., Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Νεφέλη, (Αθήνα, 1996)

Βε(κθΙ6γ Ε., Τ/6 Ργἰποίρ[ες οἱ ΗµΠπαη Κπονν/θᾶοθο, (ο[ῃς, (Ιοπάση, 1962)

Βούρτσης |. κ.α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Α΄, Ε.Α.Π, (Πάτρα, 1999) (αςςίγ6Γ Ε., [αποιααφε απα ΙΜΥΙΠ, Ώονεγ, (Νενν Υουκ, 1946)

ΟΠΟΠΙΣΚΥ Ν., {αἱ αποασε οἱ Ρεηςθθ, Ρ3γοῖ, (Ραγίς, 1970)

ΟΠΟΠΙΣΚΥ Ν., βε[θείίοης οη Ιαποιαρθ, (ο[ίΠς, (αἰαςρονν, 1976)

Δημαράς Κ.Θ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, (Αθήνα, 2002)

Δημητρίου Σ., Η Εξέλιξη του Ανὐρώπου ΝΨ. Γλὠσσα-Σώμα, Καστανιώτης, (Αθήνα, 2001) Βεςεαγίες Β., ΠίςςοιΓς ἄε ἰα ΙΜείμοσαε, Γαλλικό Ινστιτούτο, (Αθήνα, 1948)

Ὀιογοῖ Ο.-- Τοάογον Τ., Πἱοίοπηπαίγθ επογειορθαίηυε ἄες 5εἴθησθς ἅμ Ιαηφαρθ, 561, (ΡαΓίς, 1972) ΗαΙἱ Ε., Ιπνεηίίπα πε Βαγθαίίαη, Οχίογα ὈΠίνεγς!τγ ΡΓΕςς, (Οχίογα, 19859)

ΗαΙ! ’. Μ., Εἰμπίς Ιαθητ[ὲγ ἵπ σγθεΚκ Απίίημ[ίγ, ΟχΡουΡΗ, ((απιργίάρε, 1997)

]8οΚκοβςσοηῃ Β., Εσσαίς ἄθ Ιἱποιίςίίαιο σεπεία(θ, Μἰπιϊϊ, (Ραγίς, 1976)

Μαγιϊπεῖ Α., Θέματα Λειτουργικής Σύνταξης, Νεφέλη, (Αθήνα, 1985)

Μπαμπινιώτης Γ., Ελληνική Γλώσσα, Παρελὺδόν, Παρόν, Μέλλον, αμἴΘ6πΏεΓΡ, (Αθήνα, 2000) Μπουκάλας Π., “Το Ισχύον Νόμισμα της Γλώσσας και οι Θρύλοι” εφηµ. Η Καθημερινή, χ.χ. Μοιπίη «., Κλειδιά για τη Γλωσσολογία, Μ.Ι.Ε.Τ., (Αθήνα 1988)

Ρἰαραί ./., Τῃ6 Ιαποιασε απα πε ΤΠοιοΠί οἱ «ΠίΙα, Μιαγἰαίαη, ((Ιενεἰαπα, 1963)

58ἱΙ5ς5ΙΙΓ6 ΓΕ. ἄθ, Μαδήματα Γενικής Γλωσσολογίας, Παπαζήσης, (Αθήνα, 1979)

ΦΙΠΙΤΗ Ν. --ΝΜΙΙςοη Ὀ., Μοαεγη Ιἱποιίσίίες. ΤΗΘ Βθσι[ίς οἱ {ΠοπιςΚγ’ς βονο[ιίίοη, Ρ6ηΡµΙη, (ΠΗαγπιοπάσννογίῃ, 1979)

ΤΠΟΠΙςΟΠ {., Η Ελληνική Γλώσσα, Αρχαία Και Νέα, Κέδρος, (Αθήνα, 1989)

Τοηποαϊ Η., Ιστορία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Παπαδήμας, (Αθήνα, 1995)

Τσιτσιπής Λ., Εισαγωγή στην Ανθρωπολογία τῆς Γλώσσας, µἴΘ6ηΡεΓΡ, (Αθήνα, 1995) Νγροῖςκγ Ι., Σκέψη και Γλώσσα, Γνώση, (Αθήνα, 1988)

ΥΝαἱραηΚ Ε.Ν., “Της ργοβΙ6πῃ οἱ ἄΓθεΚ παϊἰοπαΙΠγ”, ΡΠοεηίχ 5 (1951)

ΜΠιρεηςίαίη Ι.., ΤΓαείαίις-Ι οοἱοορβίοςορβίοιΙ5, 8ΙΗΠΊαΓα, (Ραγΐς, 1972)

Φραγκουδάκη Α., Γλώσσα και Ιδεολογία, Οδυσσέας, (Αθήνα, 19587)

Χάρης Γ., (Επιμ.), Δέκα Μύδοι για την Ελληνική Γλώσσα, Πατάκης, (Αθήνα, 2002)

( 2003 Κ. Καλογερόπουλος

385

ΑΕΟΗΙΝΕ Τ8ΘΝ 2654-2366 ΕΒΕ/ΝΙΑ